προδρομάς

προδρομάς
προδρομά̱ς , προδρομή
running forward
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προδρομή — ἡ, Α 1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός 2. (κατ επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.) 3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”